- δεκατευτήριον
- δεκατευτήριον, το (Α) [δεκατεύω]γραφείο για τη συλλογή ή είσπραξη τής δεκάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατευτήριον — office for collection of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευτηρίων — δεκατευτήριον office for collection of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευτήρια — δεκατευτήριον office for collection of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
ДЕКАТА — • Δεκάτη, 1. установленная близ Византии Алкибиадом и другими афинскими полководцами в 411 г. до Р. X. корабельная пошлина для всех не афинских судов, которые шли из Понта (Хеn. Hell. 1, 1, 22), и, вероятно, и для тех, которые входили в … Реальный словарь классических древностей
δεκατηλόγιο — το (Α δεκατηλόγιον) [δεκατηλόγος] το δεκατευτήριον νεοελλ. βιβλίο στο οποίο καταγράφεται ο φόρος τής δεκάτης … Dictionary of Greek